δεκανδρία

δεκανδρία
η
1. η άσκηση τής εξουσίας από συμβούλιο δέκα ανδρών (κυρίως στην αρχαίο Ρώμη)
2. ο χρόνος θητείας τών δεκάνδρων
3. βοτ. η ιδιότητα ερμαφρόδιτων ανθέων με δέκα στήμονες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεκανδρικός — ή, ό (Α δεκανδρικός, ή, όν) αυτός που ανήκει η αναφέρεται στη δεκανδρία …   Dictionary of Greek

  • δεκαρχία — η (AM δεκαρχία) [δεκάρχης] αρχή αποτελούμενη από δέκα άνδρες νεοελλ. 1. το αξίωμα τού δεκάρχου 2. ομάδα δέκα ανδρών μσν. ομάδα δέκα στρατιωτών αρχ. (στη Ρώμη) η δεκανδρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”